- κολοκυνθίδες
- κολοκυνθίςfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολοκυνθίδες — οι βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικοτυλων φυτών, η μόνη τής τάξης κολοκυνθώδη ή κουκουρβιτώδη, αλλ. κουκουρβιτίδες … Dictionary of Greek
κολοκυθιά — Γενική ονομασία ειδών, υποειδών και ποικιλιών του γένους κουκούρβιτα (Cucurbita) που περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά της οικογένειας των κουκουρβιτιδών. Πρόκειται για λαχανοκομικά φυτά με εδώδιμους καρπούς (κολοκύθια, κολοκυθάκια και κολοκύθες)… … Dictionary of Greek
σικυοειδή — τα, Ν βοτ. παλαιότερη λόγια ονομασία τής οικογένειας αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών κολοκυνθίδες ή κουρκουβιτίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίκυος + ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κων / πόλεως] … Dictionary of Greek